αναγούλα

αναγούλα
η
1) тошнота;

φέρνω αναγούλα — вызывать тошноту;

2) гадость, мерзость;

§ θα ·χουμε αναγούλα ουλές — у нас с тобой ещё будет крупный разговор


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αναγούλα" в других словарях:

  • αναγούλα — η 1. αηδία, τάση για εμετό: Αυτό το φαΐ μού έφερε αναγούλα. 2. λόγια ή πράξεις που προκαλούν αηδία: Σε παρακαλώ να αφήσεις αυτές τις αναγούλες. 3. φρ., «Θα χουμε αναγούλες», θα ’χουμε μαλώματα, φασαρίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγούλα — η 1. τάση για εμετό, ναυτία 2. αηδία, απέχθεια, αντιπάθεια 3. πράξη ή λόγος που προκαλεί αηδία 4. (και για πρόσωπα) αυτός που προκαλεί αηδία 5. φιλονικία, τσακωμός, καβγάς 6. ταραχή, συγκίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγουλιάζω. με υποχωρητικό σχηματισμό …   Dictionary of Greek

  • αναγουλεύομαι — [αναγούλα] 1. έχω τάση για εμετό, αναγουλιάζω 2. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιά — η [αναγούλα] η αναγούλα …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάζω — 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι 2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ 3. κάνω εμετό, ξερνάω 4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι 5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι 6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει… …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάρης — α, ικο 1. αυτός που αναγουλιάζει, που αηδιάζει εύκολα 2. λαίμαργος, λειχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγούλα. ΠΑΡ. αναγουλιάρικος] …   Dictionary of Greek

  • αναγουλιάρικος — η, ο [αναγουλιάρης] αυτός που προκαλεί αναγούλα, αηδία, εμετό …   Dictionary of Greek

  • αναγούλας — ο [αναγούλα] αυτός που προξενεί αηδία με τη συμπεριφορά του ή τα λόγια του …   Dictionary of Greek

  • αναγούλιασμα — το [αναγουλιάζω] η αναγούλα* …   Dictionary of Greek

  • ανακάτωμα — το 1. ανακίνηση, ανάδευση, ανατάραξη 2. τοποθέτηση πραγμάτων δίχως τάξη, διατάραξη τής κανονικής τους θέσης, ακαταστασία 3. ανάμιξη πραγμάτων 4. συμμετοχή, επέμβαση, συνενοχή 5. η μη φιλική συναναστροφή ή σχέση, μπέρδεμα 6. αναστάτωση, σύγχυση,… …   Dictionary of Greek

  • εμετιώ — ἐμετιῶ ( άω) (Α) έχω τάση για εμετό, μού έρχεται αναγούλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»